- ἀλᾱτόμητος
- ἀ-λᾱ-τόμητος, nicht aus dem Steinbruche gebrochen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… … Dictionary of Greek
αλατόμητος — η, ο αυτός που δεν έχει λατομηθεί: Η περιοχή τότε ήταν αλατόμητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)